- ἀξιοπιστεύομαι
- ἀξιο-πιστεύομαι,A to be worthy of belief, Phld.Po.1676.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀξιοπιστεύονται — ἀξιοπιστεύομαι to be worthy of belief pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταξιοπιστευόμενοι — κατά ἀξιοπιστεύομαι to be worthy of belief pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταξιοπιστεύεσθαι — κατά ἀξιοπιστεύομαι to be worthy of belief pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)